αδελφοποιτός

αδελφοποιτός
αδελφοποιτός, ο και αδερφοποιτός, ο θηλ.
αυτός που με την αδελφοποιία γινόταν πνευματικός αδερφός ενός άλλου (αλλιώτικα: σταυραδερφός ή σταυραδέρφι, βλάμης, μακαντάσης, μπράτιμος και μπραζέρης): Παλιότερα σε πολλά μέρη της χώρας μας στενοί φίλοι γίνονταν αδερφοποιτοί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αδελφοποιτός — Πρόσωπο που συνδέεται με άλλο με την αδελφοποίηση. Λέγονται και σταυραδερφοί σταυραδέρφια, βλάμηδες και μπουραζέρηδες, μπράτιμοι και αρκαντάσηδες κλπ. Κατά την εποχή της δράσης της Φιλικής Εταιρείας, α. ονόμαζαν τα αγράμματα μέλη της, που… …   Dictionary of Greek

  • αδελφοποιητός — ο (Μ ἀδελφοποιητός) ο αδελφοποιτός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφοποιῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αδελφοποιητοσύνη, αδελφοποιτός] …   Dictionary of Greek

  • αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην …   Dictionary of Greek

  • μπουραζέρης — και μπραζέρης, ο εγκάρδιος φίλος, αδελφοποιτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αλβαν. προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

  • μπράτιμος — ο 1. στενός φίλος, αδελφοποιτός 2. στον πληθ. οι μπράτιμοι οι στενοί φίλοι που συνοδεύουν τον γαμπρό στην εκκλησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουλγ. bratim] …   Dictionary of Greek

  • σταυραδελφός — ο, θηλ. σταυραδελφή, ουδ. σταυραδέλφι, Ν ο αδελφοποιτός …   Dictionary of Greek

  • σταυροκουνιάδος — ο, Ν αδελφοποιτός τού συζύγου …   Dictionary of Greek

  • Ανδρούτσος — I (Ανδρέας Βερούσης, Λιβανάτες Λοκρίδας 1740; – Κωνσταντινούπολη 1797). Αρματολός της Λιάκουρας (Παρνασσού) και αδελφοποιτός του Αλή πασά. Συνεργάστηκε κατά τον B’ Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1787 92) με τον Λάμπρο Κατσώνη για την αποτίναξη του… …   Dictionary of Greek

  • Λεοναρδόπουλος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από τη Ζάτουνα. 1. Δημήτριος. Πολέμησε στην Τρίπολη, στο Ναύπλιο, στα Δερβενάκια, στην Πάτρα κ.α., με αρχηγό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. 2. Λεονάρδος. Αδελφοποιτός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, βοήθησε οικονομικά… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπιος, Γεωργάκης — (Λιβάδι, Όλυμπος 1772 – Μονή Σέκου, Μολδαβία 1821). Έλληνας αρματολός και αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης. Ο Ο. –το πραγματικό του επώνυμο ήταν Ταρταγκές– καταγόταν (από τη μητέρα του) από τη μεγάλη αρματολική οικογένεια των Λαζαίων και κοντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”