αδελφοποιτός — Πρόσωπο που συνδέεται με άλλο με την αδελφοποίηση. Λέγονται και σταυραδερφοί σταυραδέρφια, βλάμηδες και μπουραζέρηδες, μπράτιμοι και αρκαντάσηδες κλπ. Κατά την εποχή της δράσης της Φιλικής Εταιρείας, α. ονόμαζαν τα αγράμματα μέλη της, που… … Dictionary of Greek
αδελφοποιητός — ο (Μ ἀδελφοποιητός) ο αδελφοποιτός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφοποιῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αδελφοποιητοσύνη, αδελφοποιτός] … Dictionary of Greek
αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην … Dictionary of Greek
μπουραζέρης — και μπραζέρης, ο εγκάρδιος φίλος, αδελφοποιτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αλβαν. προελεύσεως] … Dictionary of Greek
μπράτιμος — ο 1. στενός φίλος, αδελφοποιτός 2. στον πληθ. οι μπράτιμοι οι στενοί φίλοι που συνοδεύουν τον γαμπρό στην εκκλησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουλγ. bratim] … Dictionary of Greek
σταυραδελφός — ο, θηλ. σταυραδελφή, ουδ. σταυραδέλφι, Ν ο αδελφοποιτός … Dictionary of Greek
σταυροκουνιάδος — ο, Ν αδελφοποιτός τού συζύγου … Dictionary of Greek
Ανδρούτσος — I (Ανδρέας Βερούσης, Λιβανάτες Λοκρίδας 1740; – Κωνσταντινούπολη 1797). Αρματολός της Λιάκουρας (Παρνασσού) και αδελφοποιτός του Αλή πασά. Συνεργάστηκε κατά τον B’ Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1787 92) με τον Λάμπρο Κατσώνη για την αποτίναξη του… … Dictionary of Greek
Λεοναρδόπουλος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από τη Ζάτουνα. 1. Δημήτριος. Πολέμησε στην Τρίπολη, στο Ναύπλιο, στα Δερβενάκια, στην Πάτρα κ.α., με αρχηγό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. 2. Λεονάρδος. Αδελφοποιτός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, βοήθησε οικονομικά… … Dictionary of Greek
Ολύμπιος, Γεωργάκης — (Λιβάδι, Όλυμπος 1772 – Μονή Σέκου, Μολδαβία 1821). Έλληνας αρματολός και αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης. Ο Ο. –το πραγματικό του επώνυμο ήταν Ταρταγκές– καταγόταν (από τη μητέρα του) από τη μεγάλη αρματολική οικογένεια των Λαζαίων και κοντά … Dictionary of Greek